Του Γιάννη Δραγασάκη
Η ιστορία της Αριστεράς παρουσιάζεται συχνά ως μια ιστορία διασπάσεων. Όμως, ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία ανανεώσεων, ανασυνθέσεων, ανασυγκροτήσεων, μετασχηματισμών. Αυτή η δεύτερη διάσταση της ιστορίας της Αριστεράς αποκτά σήμερα μεγαλύτερη επικαιρότητα και σημασία, καθώς το ζήτημα μιας νέας προσπάθειας ανασύνταξης και ανασύνθεσης της Αριστεράς τίθεται με ένταση.
Η ανάγκη αφορά στη δυνατότητα της πληθυντικής Αριστεράς να εκπροσωπήσει επάξια τις νέες ανάγκες και τα νέα αιτήματα που θέτουν το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και οι πολλαπλές κρίσεις του, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η υποβάθμιση της δημοκρατίας, η τεχνητή νοημοσύνη η κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα φύλου, οι πόλεμοι και οι άλλες προκλήσεις της εποχής μας, έτσι ώστε να μπορεί να συνδέει τη δράση της με το όραμα ενός άλλου κόσμου και ενός ανανεωμένου σοσιαλισμού. Πρόκειται για έναν στόχο μακράς διάρκειας. Ταυτόχρονα, η ίδια ανάγκη τίθεται με όρους επείγοντος, δεδομένου ότι κανένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν δείχνει ικανό να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη, από μόνο του. Υπάρχει κίνδυνος, λοιπόν, αν η Αριστερά και οι ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις αδρανήσουν, το κενό να καλυφθεί από δυνάμεις του ακροδεξιού φάσματος, όπως ήδη συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης.
Αυτή η διπλή χρονικότητα των καθηκόντων καθιστά εξ αρχής το νέο εγχείρημα δύσκολο και σύνθετο. Αλλά δεν είναι η μόνη δυσκολία. Στο παρελθόν, ενωτικά εγχειρήματα όπως η Ενωμένη Αριστερά, το 1974, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, το 1989, και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2004, απευθύνονταν σε δυνάμεις κυρίως της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς Αριστεράς. Η μεταρρύθμιση και η επανάσταση αντιμετωπίζονταν ακόμη από πολλούς ως δυο ασύμβατες μεταξύ τους κατευθύνσεις. Το «σχίσμα» που μας κληροδότησε ο 20ος αιώνας ανάμεσα στις δυο μεγάλες παραδόσεις της Αριστεράς, την κομμουνιστική και τη σοσιαλιστική, συνέχιζε να λειτουργεί διχαστικά, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ως ιδρυτικό του στόχο την υπέρβασή του. Όμως, σε μια ιστορική συνθήκη κατά την οποία η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους θεωρείται «εξτρεμισμός», η καθολικότητα των δικαιωμάτων παρωχημένη «ακρότητα», η φύση και άλλοι όροι της ζωής αναλώσιμοι, ο αγώνας για έναν βιώσιμο και δίκαιο κόσμο, για να είναι νικηφόρος, πρέπει να υπερβεί αποφασιστικά και προωθητικά τις διαιρέσεις και τις οριοθετήσεις του παρελθόντος και να ξεκινά με μια απεύθυνση ανοιχτή, χωρίς a priori αποκλεισμούς. Δυο πρόσφατα κείμενα του Αριστείδη Μπαλτά προσφέρουν επ’ αυτού επίκαιρη ανάλυση και τεκμηρίωση (βλ. και Μπαλτάς Αριστείδης, Σοσιαλισμός. Ποιος σοσιαλισμός;, Εποχή 20/1/2024, και Σοσιαλισμός για τον 21ο αιώνα, Εποχή 27/1/2024).
Ανασύνθεση δεν σημαίνει, προφανώς, επιλογή κάποιου από του πόλους των αντιθέσεων του παρελθόντος, ούτε ένταξη σε θεσμούς ή συμμαχίες που τις αναπαράγουν. Η δικαίωση δεν είναι κληρονομιά του χθες, αλλά στόχος των κοινών μελλοντικών αγώνων. Η ανασύνθεση, στην οποία αναφερόμαστε, δεν περιορίζεται στη συνεργασία ή συνένωση διαφορετικών κομμάτων και οργανώσεων. Αφορά σε αλλαγές περιεχομένου και αντιλήψεων. Απαιτεί αμοιβαίες μετατοπίσεις θέσεων, υπερβάσεις, νέες συνθέσεις. Όλα αυτά προσθέτουν δυσκολίες και καθιστούν τη διαδρομή μακρά και επίπονη. Αλλά αυτό δεν είναι καινούριο, γι’ αυτό όλα τα ενωτικά εγχειρήματα έγιναν υπό την πίεση του κόσμου της Αριστεράς και ευρύτερα της κοινωνίας. Αυτή έκαμψε ηγετικούς δισταγμούς, ναρκισσισμούς και αδράνειες. Η πίεση γινόταν πιο έντονη, όταν οι κίνδυνοι για την περιθωριοποίηση και ερημοποίηση της Αριστεράς συνέπιπταν με προσδοκίες αναζωογόνησής της.
Η πίεση της κοινωνίας και η ελπιδοφόρα προοπτική είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζονται και επισπεύδουσες δυνάμεις. Όμως, εδώ επί του παρόντος υπάρχει κενό. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ, και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα στα αριστερά του Κέντρου, προκρίνουν συνεργασίες και συμμαχίες περί τον εαυτό τους. Ο κομματικός ανταγωνισμός έχει υποβιβαστεί στη μεταξύ τους κατάταξη. Έτσι, όμως, η κρίση εκπροσώπησης θα επιδεινώνεται και η πολιτική στασιμότητα θα πριμοδοτεί την Ακροδεξιά.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τη στάση των υφιστάμενων κομμάτων, στην παρούσα φάση, μεγάλο μέρος της ευθύνης πέφτει στα κινήματα, σε συλλογικότητες και τον ανένταχτο κόσμο της Αριστεράς που και στο παρελθόν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, ιδιαίτερα στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στις δυνάμεις που μέσα και έξω από τα αντίστοιχα κόμματα κατανοούν ότι το μέλλον δεν βρίσκεται στις κομματικές περιχαρακώσεις, αλλά στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα μεγάλο συνασπισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις «Παρεμβάσεις» της εφημερίδας «Η εποχή»